- λυχνοφόρος
- λυχνοφόρος, -ον (Α)αυτός που μεταφέρει, που κρατά λύχνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + -φόρος (< φέρω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λυχνοφόρος — carrying a lamp masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυχνοφόρον — λυχνοφόρος carrying a lamp masc/fem acc sg λυχνοφόρος carrying a lamp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυχνοφόροι — λυχνοφόρος carrying a lamp masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυχνοφόρου — λυχνοφόρος carrying a lamp masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυχνοφορώ — λυχνοφορῶ, έω (Α) [λυχνοφόρος] μεταφέρω λύχνο … Dictionary of Greek
λύχνος — I Σκεύος φωτισμού της αρχαιότητας αλλά και μεταγενέστερων εποχών. Αποτελείται κυρίως από ένα δοχείο που φέρει την καύσιμη ύλη (λάδι ή λίπος) και ένα φιτίλι που καίγεται, βυθισμένο σε αυτήν. Το μέσο αυτό εκτόπισε γρήγορα τα κεριά και τα δαδιά, ενώ … Dictionary of Greek